- ἐμβαθύνει
- ἐμβαθύ̱νει , ἐμβαθύνωmake deepaor subj act 3rd sg (epic)ἐμβαθύ̱νει , ἐμβαθύνωmake deeppres ind mp 2nd sgἐμβαθύ̱νει , ἐμβαθύνωmake deeppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… … Dictionary of Greek
αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… … Dictionary of Greek
αφιλοσόφητος — η, ο (AM ἀφιλοσόφητος, ον) αυτός που δεν έχει ασκηθεί στη φιλοσοφία, που δεν κατέχει τη φιλοσοφία νεοελλ. 1. εκείνος που δεν εμβαθύνει στην ουσία των πραγμάτων 2. (για πράξη) που γίνεται δίχως περίσκεψη μσν. ο χωρίς φιλοσοφική σπουδαιότητα ή… … Dictionary of Greek
βιβλιογραφία — Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά –στην αρχαιότητα ήταν άλλη η σημασία του– το 1632 από τον βιβλιόφιλο Λουί Ζακόμπ ντε Σεν Σαρλ (1608 1670) και μπορεί να ειπωθεί ότι και σήμερα ακόμα δεν έχει μια γενικώς παραδεκτή σημασία. Συχνά… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… … Dictionary of Greek
εμβάθυνση — η το να εμβαθύνει κάποιος σε κάτι, η κατανόηση μετά από προσεκτική μελέτη … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
κακό — (Φιλοσ.). Φιλοσοφική έννοια που έχει προσλάβει πάρα πολλές σημασίες, ακόμα και αναφορικά με το πλήθος των σημασιών που αποδίδονται στο αντίθετό του, το καλό. Σύμφωνα με τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, το κ., είναι στέρηση και έλλειψη, δεν… … Dictionary of Greek